- νυμφοειδές
- τοβοτ. γένος δικότυλων φυτών τής τάξης γεντιανώδη, τής οικογένειας μενυανθίδες, με υδροχαρή είδη, τα οποία μοιάζουν με τη Νυμφαία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nymphoides < νύμφη + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek